χάφτω — χάφτω, έχαψα βλ. πίν. 15 και πρβλ. χάβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χάφτω — και χάβω Ν 1. τρώω με λαιμαργία 2. μτφ. α) είμαι ευκολόπιστος, πείθομαι εύκολα β) σφετερίζομαι με απληστία 3. φρ. α) «χάφτω μύγες» i) είμαι τεμπέλης είμαι χασομέρης ii) είμαι ανόητος, είμαι βλάκας 4. παροιμ. «όποιος πάει να χάψει βόιδι, χάφτει… … Dictionary of Greek
ανακάπτω — ἀνακάπτω (Α) καταβροχθίζω, χάφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κάπτω «χάφτω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκαψις] … Dictionary of Greek
χάψιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χάφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαψ τού αορ. έ χαψ α τού χάφτω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
χαψιά — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χάφτω 2. μπουκιά 3. συνεκδ. μικρή ποσότητα («μια χαψιά άνθρωπος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαψ τού αορ. έ χαψ α τού χάφτω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] … Dictionary of Greek
αλκαπτόνη — η βιοχημικός όρος που παλαιότερα δινόταν στο ομογεντισινικό* οξύ, το οποίο απομονώνεται από τα ούρα τών πασχόντων από αλκαπτονουρία. Λέγεται και αλκαπτονικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkapton ή alcapton, νόθο… … Dictionary of Greek
εγκάπτω — ἐγκάπτω (Α) χάφτω, καταπίνω λαίμαργα … Dictionary of Greek
επεγκάπτω — (Α) καταβροχθίζω επί πλέον, καταπίνω, χάφτω («ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί», Αριστοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκάπτω «καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek
καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… … Dictionary of Greek
μυγοχάφτης — Βλ. λ. μυϊοθηρίδες. * * * ο, θηλ. ισσα 1. (για ζώα) αυτό που τρώγει μύγες 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο εύπιστο, μωρόπιστο 3. ζωολ. κοινή ονομασία στρουθιόμορφων πτηνών κυρίως τών γενών muscicapa, ficedula και tyranidae τής οικογένειας μυγοθήρες, που … Dictionary of Greek