χάφτω

χάφτω
χάφτω και χάβω έχαψα
1. αρπάζω με το στόμα και καταπίνω, τρώγω λαίμαργα: Σ' ένα λεπτό έχαψε το φαΐ του.
2. πιστεύω αβασάνιστα: Μη χάφτεις ό,τι σου λένε.
3. φρ., «Xάφτει μύγες», χάνει τον καιρό του, είναι χασομέρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χάφτω — χάφτω, έχαψα βλ. πίν. 15 και πρβλ. χάβω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χάφτω — και χάβω Ν 1. τρώω με λαιμαργία 2. μτφ. α) είμαι ευκολόπιστος, πείθομαι εύκολα β) σφετερίζομαι με απληστία 3. φρ. α) «χάφτω μύγες» i) είμαι τεμπέλης είμαι χασομέρης ii) είμαι ανόητος, είμαι βλάκας 4. παροιμ. «όποιος πάει να χάψει βόιδι, χάφτει… …   Dictionary of Greek

  • ανακάπτω — ἀνακάπτω (Α) καταβροχθίζω, χάφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κάπτω «χάφτω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκαψις] …   Dictionary of Greek

  • χάψιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χάφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαψ τού αορ. έ χαψ α τού χάφτω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • χαψιά — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χάφτω 2. μπουκιά 3. συνεκδ. μικρή ποσότητα («μια χαψιά άνθρωπος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαψ τού αορ. έ χαψ α τού χάφτω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • αλκαπτόνη — η βιοχημικός όρος που παλαιότερα δινόταν στο ομογεντισινικό* οξύ, το οποίο απομονώνεται από τα ούρα τών πασχόντων από αλκαπτονουρία. Λέγεται και αλκαπτονικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkapton ή alcapton, νόθο… …   Dictionary of Greek

  • εγκάπτω — ἐγκάπτω (Α) χάφτω, καταπίνω λαίμαργα …   Dictionary of Greek

  • επεγκάπτω — (Α) καταβροχθίζω επί πλέον, καταπίνω, χάφτω («ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί», Αριστοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκάπτω «καταβροχθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… …   Dictionary of Greek

  • μυγοχάφτης — Βλ. λ. μυϊοθηρίδες. * * * ο, θηλ. ισσα 1. (για ζώα) αυτό που τρώγει μύγες 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο εύπιστο, μωρόπιστο 3. ζωολ. κοινή ονομασία στρουθιόμορφων πτηνών κυρίως τών γενών muscicapa, ficedula και tyranidae τής οικογένειας μυγοθήρες, που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”